- ταγοί
- τᾱγοί , ταγόςcommandermasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
АЛЕВАДЫ — • Aleuădae, Άλευάδαι, аристократический род в Лариссе, долго властвовавший над Фессалией (θεσσαλίης βασιλέες, Hdt. 1, 6) и бывший в славе еще в македонские времена. Происходил от Гераклида Алевы, который своевольно захватил власть и… … Реальный словарь классических древностей
σύδην — Α επίρρ. με ορμή, σφοδρώς («ναῶν γε ταγοὶ τῶν λελειμμένων σύδην», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συ τού σεύω «θέτω σε κίνηση, ορμώ, διώκω» (πρβλ. αόρ. έσ σν μην) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην), βλ. και λ. πανσυδί] … Dictionary of Greek
ταγός — Ο κοινός άρχοντας των αρχαίων θεσσαλικών πόλεων, που τον διόριζαν στις κρίσιμες περιστάσεις και του έδιναν εξαιρετική δικαιοδοσία, πολιτική και στρατιωτική, ανάλογη με του δικτάτορα. Από το 450 π.Χ., τ. ονομάζονταν και οι πολιτικοί άρχοντες, δύο… … Dictionary of Greek
Αλευάδαι/-ες — Η πιο φημισμένη στην αρχαιότητα ηγεμονική οικογένεια της Θεσσαλίας, που θεωρούσε γενάρχη της τον εγγονό του Ηρακλή, Αλεύα. Αυτόν ακριβώς ανέφεραν τόσο ο ιστορικός Ελλάνικος όσο και ο Αριστοτέλης (σε έργα του που δεν διασώθηκαν) ως θεμελιωτή της… … Dictionary of Greek
ισμαηλίτες — Θρησκευτικό κίνημα, μία από τις σπουδαιότερες υποδιαιρέσεις του λεγόμενου εξτρεμιστικού σιιτισμού. Ο εξτρεμισμός βασίζεται στην ιδιαίτερη υπογράμμιση του χαρακτήρα ιερότητας που αποδίδεται στους ηγέτες της κοινότητας (ιμάμηδες), οι οποίοι… … Dictionary of Greek
Λαβυάδες — Αρχαίο Δελφικό σωματείο, δηλαδή αδελφότητα, τα μέλη της οποίας ανήκαν σε μία ορισμένη φατρία και είχαν προστάτη τους τον Πατρώο Δία και τον Φάτριο Ποσειδώνα. Η φατρία των Λ. ήταν θεσσαλικής καταγωγής. Το διοικητικό συμβούλιο του σωματείου το… … Dictionary of Greek
Λάρισα — I Πόλη (124.394 κάτ.) της Θεσσαλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (βλ. λ. Λαρίσης, νομός) και του ομώνυμου δήμου (βλ. λ. Λάρισας, δήμος). Βρίσκεται στο κεντροανατολικό τμήμα της θεσσαλικής πεδιάδας, εκτεινόμενη στις δύο όχθες του Πηνειού. Είναι… … Dictionary of Greek